τιμαρχία

τιμαρχία
ἡ, Α·1. η τιμοκρατία
2. το αξίωμα τού Ρωμαίου κήνσορα, η τιμητεία*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + -αρχία (< -άρχης*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τιμαρχία — τιμαρχίᾱ , τιμαρχία censoria potestas fem nom/voc/acc dual τιμαρχίᾱ , τιμαρχία censoria potestas fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμαρχίας — τιμαρχίᾱς , τιμαρχία censoria potestas fem acc pl τιμαρχίᾱς , τιμαρχία censoria potestas fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμαρχίαν — τιμαρχίᾱν , τιμαρχία censoria potestas fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”